Παρασκευή 24 Μαρτίου 2017





ΝΑΥΤΙΚΕΣ ΣΗΜΑΙΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΗΜΑΙΑ ΤΩΝ ΣΠΕΤΣΩΝ ΤΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ ΤΟΥ ΝΑΥΤΙΚΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Ναυτικές σημαίες της Ελληνικής Επανάστασης Η ιστορία της ελληνικής σημαίας αρχίζει από τους χρόνους της Αλώσεως και διαμορφώνεται στα χρόνια της Επαναστάσεως αποτελώντας το σύμβολο του αγώνα για την αποτίναξη του του οθωμανικού ζυγού. Οι επαναστατικές σημαίες των νησιών που θεσπίστηκαν με την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης διέφεραν από εκείνες της ξηράς. Όλες έφεραν τα σύμβολα της Φιλικής Εταιρείας αλλά παρουσίαζαν παραλλαγές μεταξύ τους σε επιμέρους στοιχεία και στα χρώματα. Οι περισσότερες σημαίες έφεραν στο κέντρο τους σταυρό που πατούσε πάνω σε ανεστραμμένη ημισελήνο και από τη βάση του οποίου υψωνόταν από τη μία μεριά άγκυρα περιτυλιγμένη με όφι, πάνω από τον οποίο πετούσε αετός ή γλαυξ, και από την άλλη λόγχη. Τα σύμβολα πλασιώνονταν από την επιγραφή ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Η ΘΑΝΑΤΟΣ, ενώ μερικοί Υδραίοι έθεταν στις σημαίες τους και τη σπαρτιατική ρήση Η ΤΑΝ Η ΕΠΙ ΤΑΣ, το οποίο ερμηνεύονταν από αυτούς «ή ελευθερία ή με το πλοίο και τη σημαία τους στο πυθμένα της θάλασσας».



Οι επαναστατικές σημαίες της Ύδρας, των Σπετσών και των Ψαρών. Αναπαραστάσεις. Συλλογή Ν.Μ.Ε.


Σε σημαίες της Σάμου υπάρχει και η επιγραφή με τα αρχικά ΗΕΑ-ΗΘΣ. Σημαία, επίσης, από το συγκεκριμένο νησί, φέρει εκατέρωθεν της λόγχης αντί για άγκυρα κάλαμο με σπόγγο, ενώ στο κάτω μέρος φοίνικα που ορμά και κατασπαράζει όφι.
Τα σύμβολα, όπως ήδη αναφέραμε, ήταν άμεσα συσχετισμένα με τη Φιλική Εταιρεία και σύμφωνα με τη γνωστή ερμηνευτική, ο σταυρός συμβόλιζε τη δικαιοσύνη του αγώνα, η ανεστραμμένη ημισέληνος την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η άγκυρα τη σταθερότητα του αγώνα, ο όφις την ιερότητα του σκοπού και η γλαυξ τη φρόνηση με την οποία πρέπει να διεξαχθεί ο αγώνας αυτός. Υπάρχουν, ωστόσο, ναυτικές σημαίες, όπου εικονίζεται αετός να κατατρώγει τη γλώσσα του όφεως. Ο όφις είναι εχθρός του αετού γιατί μόνο αυτός φτάνει ως τη φωλιά του και τρώει τα αυγά του δηλαδή καταστρέφει τη γενιά του (το Γένος). Ο συμβολισμός, λοιπόν, είναι προφανής. Οι νησιώτες παρομοίαζαν το φίδι με τους Τούρκους και τον αετό με τους Έλληνες. Η πάλη του αετού με το φίδι από τις πιο παλιές εποχές συμβολίζει το αγώνα των δυνάμεων του καλού με τις χθόνιες δυνάμεις. Παραλλαγές παρουσίαζαν οι σημαίες όσον αφορά και στα χρώματα. Η σημαία μπορεί να ήταν κυανή, υπομέλανος ή λευκή, ενώ τα γράμματα των επιγραφών ήταν κόκκινα ή μαύρα. Τις σημαίες πλαισίωναν συνήθως ερυθρές ταινίες (ποταμοί αίματος). Η Επαναστατική Σημαία των Σπετσών της συλλογής του Ναυτικού Μουσείου της Ελλάδος Πρόκειται για σημαία της εποχής της Επανάστασης από το νησί των Σπετσών με αλληγορικά σύμβολα. Ανήκε στον πλοίο του αγωνιστή Λαζάρου (Κατσιλιέρη) Μουσιού και περιήλθε στη συλλογή του Μουσείου ύστερα από δωρεά της απογόνου του Στέλλας Λ. Μουσιού.

Η σημαία έχει σχήμα ορθογώνιο. Σε λευκό φόντο προβάλλει ερυθρός σταυρός που πατά σε ανεστραμμένη κίτρινη ημισέλινο. Εκατέρωθεν του σταυρού είναι ζωγραφισμένα όρθια άγκυρα και λόγχη. Την άγκυρα περιβάλλει όφις, ενώ αετός ορμά και κατατρώγει τη γλώσσα του. Τα σύμβολα αυτά πλαισιώνει τυπωμένη επιγραφή με μαύρα γράμματα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Η ΘΑΝΑΤΟΣ. Υπάρχει κόκκινο πλαίσιο (ποταμός αίματος) από επιρραμένο ύφασμα. Στην κάτω πλευρά του πλαισίου διακρίνεται αχνά τυπωμένη η επιγραφή ΣΠΕΤΣΩΝ. Γύρω από τη σημαία υπάρχουν ως πλαίσιο επίρραπτες λωρίδες μπλε βελούδινου υφάσματος. Λάζαρος (Κατσιλιέρης) Μουσιού Ο Λάζαρος Μουσιού ή Μουσιός είναι γνωστός κυρίως για τη δράση του κατά την Επανάσταση στα πυρπολικά. Ο Σπετσιώτης αγωνιστής εισήλθε από νωρίς στην Επανάσταση λαμβάνοντας μέρος αρχικά σε πολλές επιχειρήσεις ξηράς ως απλός στρατιώτης με οπλαρχηγό τον Σπετσιώτη αγωνιστή Αντώνιο Μαλοκίνη ή Σμπόνια. Στους καταλόγους που τηρούσε ο Σπετσιώτης οπλαρχηγός συναντάμε πολλές φορές το όνομά του κατά τα δύο πρώτα έτη του Αγώνα. Από το φθινόπωρο του 1822 ο Λάζαρος Μουσιού εμφανίζεται να λαμβάνει μέρος στις ναυτικές επιχειρήσεις του στόλου των Σπετσών ως κυβερνήτης πυρπολικών. Συγκεκριμένα, το Σεπτέμβριο του 1822 έλαβε μέρος στη ναυμαχία των Σπετσών ως πλοίαρχος πυρπολικού που ονομαζότανε «Άγιος Νικόλαος», ενώ το επόμενο έτος στην ναυμαχία που πραγματοποιήθηκε στο Άγιο Όρος. Τον Αύγουστο του 1824 συμμετέχει στη ναυμαχία της Σάμου και αργότερα στη ναυμαχία μεταξύ Καλύμνου και Μυτιλήνης, όπου και έκαψε τούρκικο μπρίκι των 20 πυροβόλων. Το 1825 διακρίθηκε στη ναυμαχία του Καφηρέα, όπου μαζί με τον Υδραίο Ματρόζο όρμησε εναντίον μιας φρεγάτας 62 κανονιών που μετέφερε το ταμείο του στόλου και την τίναξαν στον αέρα. Ο Υδραίος ναύαρχος Γεώργιος Σαχτούρης σημειώνει στην αναφορά του στους προκρίτους της Ύδρας «...Ας δοξάσωμεν τον Κύριον με δάκρυα κατανύξεως δια την λαμπράν ναυμαχίαν με την οποία ηυδόκησεν σήμερον να τιμήσει τα άρματά μας...Σπάσαντες την μεγάλην πτέρυγα του εχθρού, ώρμησαν δύο γενναίοι πυρποληταί μας, ο κ. Γιάννης Ματρόζος και ο κ. Λάζαρος Μουσιού Σπετζιώτης, εναντίον μιας πρώτης τάξεως φεργάτας της λεγόμενης καπιτάνας 62 κανονιών...» Τον επόμενο έτος τον συναντάμε ξανά στη ναυμαχία της Σάμου «ώρμησαν τα μπουρλότα, πλην ο καπ. Κανάρης, πλέον ογλήγορος έτρεξε με μεγαλοψυχίαν εις μιαν φεργάδα και εξύγωσε καλά, ώμως καθώς εκτύπησε επήρε φωτιά το μπουρλότο του και με μιάς άνοιξε και εβούλιασε....τα μπουρλότα όπου εκάηκαν είναι τα δύο Σπετζιώτικα καπ. Λάζαρου Μουσού και κα. Πέτρου Σπαή..» σημειώνει ο Γ. Σαχτούρης προς τους προκρίτους της Ύδρας Για τον Λάζαρο Μουσιό δεν υπάρχει φάκελος στο αρχείο των αγωνιστών. Αυτό πιθανότατα σημαίνει ότι πήρε κάποια σύνταξη από την πρώτη επιτροπή που συστάθηκε για τις πολεμικές αποζημιώσεις των αγωνιστών, το 1833, οπότε δεν διεκδίκησε πολεμική αποζημίωση μετά την Επανάσταση. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Μαζαράκης-Αινιάν, Ι., Σημαίες Ελευθερίας. Συλλογή Εθνικού Ιστορικού Μουσείου, Αθήνα 1996. Μαζαράκης-Αινιάν, Ι., Η Ιστορία της Ελληνικής Σημαίας, Αθήνα 2007. Ναυτικόν Μουσείον της Ελλάδος, Πειραιάς 2005. Κουμπής, Α.Α., 2007, Σπετσιώτες ναυμάχοι, τ.2 (η-ο), Εκδόσεις Πολιτιστικού Συλλόγου Σπετσών, 207-208.

Τρίτη 7 Μαρτίου 2017

Η Ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα


Η προσάρτηση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα αποτελούσε μία από τις σημαντικότερες εθνικές διεκδικήσεις που πρόβαλε η ελληνική κυβέρνηση προς τις Μεγάλες Δυνάμεις, ήδη, κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου.

Στιγμιότυπο από τους εορτασμούς της ενσωμάτωσης της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα. Στο κέντρο διακρίνεται ο Αντιναύαρχος Περικλής Ιωαννίδης, στρατιωτικός διοικητής των Δωδεκανήσων.




Ένα μήνα μετά την πτώση της Κρήτης, στις αρχές Ιουλίου του 1941, ο πρωθυπουργός της Ελλάδος Εμμανουήλ Τσουδερός είχε προσδιορίσει σε απόρρητο υπόμνημά του προς τον βασιλέα Γεώργιο Β΄, ως «ελάχιστο όριο» των εθνικών διεκδικήσεων τις περιοχές της Βόρειας Ηπείρου, των Δωδεκανήσων, της Κύπρου αλλά και τη ρύθμιση των βόρειων συνόρων.  Από τις παραπάνω ελληνικές διεκδικήσεις περισσότερο ελπιδοφόρα διαγράφηκε στα χρόνια του πολέμου η προοπτική για οριστική επίλυση του Δωδεκανησιακού ζητήματος.

Η ελληνική κυβέρνηση, ήδη, από το τέλος του 1942, είχε εκφράσει ρητά τη διεκδίκησή της πάνω στα νησιά που βρίσκονταν αρχικά υπό ιταλική και στη συνέχεια υπό γερμανική κυριαρχία, ενώ, για τον ίδιο λόγο, επέμεινε στην συμμετοχή ελληνικών τμημάτων σε οποιαδήποτε πολεμική επιχείρηση που θα αναλάμβαναν οι Σύμμαχοι στην περιοχή αυτή. Η ενεργός συμμετοχή τμημάτων του Ιερού Λόχου, θα αποτελούσε ισχυρή προσημείωση για το μέλλον της Δωδεκανήσου από την ελληνική κυβέρνηση.

Στιγμιότυπο από τους εορτασμούς της ενσωμάτωσης της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα.


Μετά την παράδοση του Γ΄ Ράιχ, τον Μάιο του 1945, οι ελληνικές δυνάμεις αναγκάστηκαν σε σύντομο χρονικό διάστημα να αποχωρήσουν κάτω από τις συμμαχικές πιέσεις με αποτέλεσμα στα επόμενα δύο χρόνια τα Δωδεκάνησα να παραμείνουν υπό βρετανική  στρατιωτική διοίκηση. Στις 31 Μαρτίου 1947, ο Άγγλος ταξίαρχος Parker παρέδωσε τελικά την εξουσία στον πρώτο Έλληνα στρατιωτικό διοικητή, αντιναύαρχο Περικλή Ιωαννίδη.

Καταλυτικός παράγοντας για την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα αποτέλεσε ο θετικός προσανατολισμός της αγγλικής διπλωματίας σε λύση που να ικανοποιεί τις ελληνικές θέσεις. Ο βρετανός υπουργός Εξωτερικών, Άντονυ Ήντεν, καθώς και το Φόρεϊν Όφφις υποστήριζε σθεναρά ότι η ιστορική παράδοση και το εθνικό αίσθημα των κατοίκων της Δωδεκανήσου είναι ελληνικά και ότι η διεκδίκηση των Ελλήνων είναι ισχυρά θεμελιωμένη. Η βρετανική αυτή τοποθέτηση υπήρξε ιδιαίτερα σημαντική καθώς συνετέλεσε στην αποθάρρυνση και τυχόν απαιτήσεων που θα ήταν δυνατόν να προβάλει προς την κατεύθυνση των Δωδεκανήσων ο μόνος πιθανός ανταγωνιστής της Ελλάδος, η Τουρκία.

Η οριστική προσάρτηση των Δωδεκανήσων αποφασίστηκε τελικά στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης που πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι μεταξύ 29 Ιουλίου και 15 Οκτωβρίου 1946 με συμμετοχή των εκπροσώπων όλων των εθνών που είχαν συμμετάσχει στον πόλεμο εναντίον των δυνάμεων του Άξονα. Επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας ήταν ο πρωθυπουργός Κ. Τσαλδάρης. Η ανταπόκριση της Συνδιάσκεψης στη διακηρυγμένη ελληνική θέση υπέρ της προσάρτησης της Δωδεκανήσου υπήρξε θετική.
 
Ο Υπουργός Εξωτερικών Κων/νος Τσαλδάρης εκφωνεί λόγο. Πίσω διακρίνεται και ο Υπουργός Ναυτικών Αλ. Σακελλαρίου.
Στις 25 Σεπτεμβρίου, η επιτροπή Πολιτικών και Εδαφικών Ζητημάτων επιφορτισμένη να επεξεργαστεί τους όρους της Συνθήκης Ειρήνης με την Ιταλία, υιοθέτησε ομόφωνα το ελληνικό αίτημα για ενσωμάτωση της περιοχής. Το άρθρο 14 της τελικής πράξης θα καθορίσει ότι η «Ιταλία εκχωρεί εις την Ελλάδα εν πλήρει κυριαρχία τας νήσους της Δωδεκανήσου τας κατωτέρω απαριθμωμένας, ήτοι: Αστυπάλαιαν, Ρόδον, Χάλκην, Κάρπαθον, Κάσον, Τήλον, Νίσυρον, Κάλυμνον, Λέρον, Πάτμον, Λίψον, Σύμην, Κω και Καστελόριζον ως και τας παρακείμενας νησίδας».

Η Σοβιετική κυβέρνηση, που αρχικά διατύπωνε επιφυλάξεις σχετικά με την προσάρτηση των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα τελικά συναίνεσε και αυτή, στην απόδοση του νησιωτικού συμπλέγματος στην χώρα μας, ωστόσο, πρόβαλε ως αυτονόητο όρο τον αφοπλισμό τους. Η απαίτηση αυτή δεν προσέκρουσε στην αντίθεση των μελών της Ειρηνευτικής Συνδιάσκεψης ενώ ελληνική πλευρά αποδέχτηκε το δεσμευτικό αυτό όρο, εφόσον δεν διαγραφόταν τότε ως πιθανή η διατάραξη των σχέσεων της με τη γειτονική Τουρκία.

Η επίσημη προσάρτηση των νησιών πραγματοποιήθηκε με την επικύρωση της Συνθήκης Ειρήνης και τη δημοσίευση του σχετικού νόμου, στις 9 Ιανουαρίου 1948 ενώ η ελληνική Στρατιωτική Διοίκηση έληξε στις 7 Μαρτίου 1948, ημέρα όπου έγινε η επίσημη τελετή της ενσωμάτωσής τους στην Ελλάδα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ



  • Αλεξανδρής, Κ., Το Ναυτικό μας κατά την πολεμικήν περίοδον 1941-45. Αθήναι 1952.
·         Σακελλαρίου, Αλ., Ένας Ναύαρχος θυμάται... τ.Α΄-Β΄, Εκδόσεις ΓΙΩΤΑ ΣΙΓΜΑ, Αθήναι.

·         Σβολόπουλος, Κ., Η ελληνική εξωτερική πολιτική 1900-1945, Βιβλιοπωλείον Εστίας, 2001.
  • Φωκάς, Δ., Έκθεση σχετικά με τη δράση του Ναυτικού κατά τον πόλεμο 1940-1944. Συνταχθείσα βάσει επισήμων στοίχειων του Γ.Ε.Ν. Έκδοση Πολεμικού Ναυτικού 2002.